Greek Meaning of sweltering

αποπνικτικός

Other Greek words related to αποπνικτικός

Definitions and Meaning of sweltering in English

Wordnet

sweltering (s)

excessively hot and humid or marked by sweating and faintness

FAQs About the word sweltering

αποπνικτικός

excessively hot and humid or marked by sweating and faintness

βράζω,καίγοντας,ζεστό,λιωμένο,καυστικός,φλογερός,φλεγόμενος,ψήσιμο στη σχάρα,φλογερό,φλογερός

αρκτικός,πικρός,κρύος,κρύος,κουλ,κατάψυξη,κρύο,κατεψυγμένο,παγετώδης,παγωμένος

swelter => Ζεσταίνομαι, swelling => Οίδημα, swellhead => καυχηματίες, swelled head => Περήφανη κεφαλή, swelled => πρησμένος,