Greek Meaning of swell up
πρήζομαι
Other Greek words related to πρήζομαι
- ενισχύω
- αυξάνω
- Αναβάθμιση
- επεκτείνω
- αύξηση
- εισαγωγή
- πολλαπλασιάζω
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- Προσθήκη
- επίθημα
- μεγαλοποιώ
- συνημμένο
- ενισχύω
- σύνθετο
- επιμηκύνω
- βελτιώνω
- διευρύνω
- επεκτείνω
- Μόσχευμα
- αυξάνω
- εγχέω
- ενίω
- Εντατικοποιώ
- διαπερνώ
- εισάγω
- επιμηκύνω
- παρατείνω
- ανυψώνω
- ετικέτα
- γραβάτα
- Καρφώνω (σε)
- όμορος
- παράρτημα
- Προσάρτημα
- συμπλήρωμα
- επιβάλλω
- δένω
- επισκευή
- εμπόδιο
- μεγενθύνω
- Μεγιστοποιώ
- παρατείνειν
- ενισχύω
- ενισχύω
- ενισχύω
- προσθέτω
- συμπλήρωμα
- προμήθεια
Nearest Words of swell up
- swell => οίδημα
- sweetwood bark => Φλοιός γλυκού ξύλου
- sweet-talk => γλυκά λόγια
- sweetsop tree => Γκουανάμπανα
- sweetsop => Τσερίμογια
- sweet-smelling => που ευωδιάζει
- sweet-scented geranium => Πελαργόνιο μυρωδάτο
- sweet-scented => ευωδιαστός
- sweet-potato whitefly => Αλευρώδης της γλυκοπατάτας
- sweet-potato ring rot => Δακτυλιοειδής σήψη πατάτας
Definitions and Meaning of swell up in English
swell up (v)
expand abnormally
FAQs About the word swell up
πρήζομαι
expand abnormally
ενισχύω,αυξάνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω,αύξηση,εισαγωγή,πολλαπλασιάζω,Βόειο κρέας (περισσότερο),Προσθήκη,επίθημα
μειώνω,κόβω,Μείωση,αφαιρώ,αποσύνδεση,απομίμηση,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ
swell => οίδημα, sweetwood bark => Φλοιός γλυκού ξύλου, sweet-talk => γλυκά λόγια, sweetsop tree => Γκουανάμπανα, sweetsop => Τσερίμογια,