Greek Meaning of kneecapping

Κατάγματα επιγονατίδων

Other Greek words related to Κατάγματα επιγονατίδων

Definitions and Meaning of kneecapping in English

kneecapping

the act or practice of shooting or otherwise maiming or disabling a person's knees (as by gunshot)

FAQs About the word kneecapping

Κατάγματα επιγονατίδων

the act or practice of shooting or otherwise maiming or disabling a person's knees (as by gunshot)

θόρυβος,μπάσινγκ,ξύλο,ζώνη,πυγμαχία,αναπήδηση,αναπηρικός,επιζήμιος,απενεργοποίηση,σφυρηλάτηση

σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,αποκατάσταση,επανορθωτικό,επισκευή,patch,ανανέωση,επισκευή,Αποκατάσταση

knaves => άτιμοι, knacks => κλίση, klutzy => αδέξιος, klutziness => αδεξιότητα, klutzes => αδέξιοι,