FAQs About the word pelletizing

πεллеτοποίηση

to coat (seeds) with a soluble material (as to facilitate ease of handling), to form or compact into pellets

Χάντρες,πελλετοποίηση,συγκέντρωση,συσσωμάτωση,συσσώρευση,μαργαριταρένιο,συσσωμάτωση,μπάλα,κυλιόμενο,στρογγυλοποίηση

επίπεδωση,άνοιγμα,λείανση,εξάπλωση,ξεδιπλώνοντας,ξετύλιγμα

pelletize => κοκκοποίηση, pelleting => πελλετοποίηση, pelisses => Πελίτσες, pelerines => παλερίνα, pegs out => πασσαλώνει,