Greek Meaning of faultiness
λάθος
Other Greek words related to λάθος
Nearest Words of faultiness
Definitions and Meaning of faultiness in English
faultiness (n)
the state of being defective
faultiness (n.)
Quality or state of being faulty.
FAQs About the word faultiness
λάθος
the state of being defectiveQuality or state of being faulty.
ελαττωματικός,κακός,σπασμένο,κατεστραμμένος,ελαττωματικό,ατελής,ατελής,εσφαλμένος,μολυσμένος,ανάπηρος
ολοκληρωμένο,ολόκληρος,άψογος,ανέπαφος,τέλειο,ολόκληρος,άψογος,Άμεμπτος,Άψογος,Άθικτος
faultily => ελαττωματικά, faultful => ελαττωματικός, fault-finding => εντοπισμός σφάλματος, faultfinding => εντοπισμός σφάλματος, fault-finder => γκρινιάρης,