Greek Meaning of gripes

παράπονα

Other Greek words related to παράπονα

Definitions and Meaning of gripes in English

Wordnet

gripes (n)

acute abdominal pain (especially in infants)

FAQs About the word gripes

παράπονα

acute abdominal pain (especially in infants)

παράπονα,παράπονα,θρηνεί,στεναγμοί,γκρίνια,μοσχάρι,βελάζει,Καρπές,φασαρία,γκρινιάρηδες

επαίνους,συμπληρώματα,επαίνους,έπαινοι,εκδήλωση θαυμασμού,εγκρίσεις,κυρώσεις,Απλόχειρο κρούσμα,εγκρίσεις,εγκρίσεις

griper => τσιμπίδα, gripeful => γκρινιάρης, griped => γκρίνιαζε, gripe => παράπονο, grip => λαβή,