Greek Meaning of gripper
πιαστήρας
Other Greek words related to πιαστήρας
- βαλίτσα
- πορτοφόλι
- σακίδιο
- τσάντες
- χαρτοφύλακας
- Συνέχισε
- Τσάντα μεταφοράς
- Τσάντα χεριού
- ταξιδιωτική βαλίτσα
- αποσκευές
- βαλίτσα
- ταξιδιωτική τσάντα
- Ακόλουθος
- χαρτοφύλακας
- αποσκευές
- Ταξιδιωτική τσάντα
- Νεσεσέρ καλλυντικών
- Ταξιδιωτική τσάντα
- σακίδιο
- κιτ
- Σάκος για εργαλεία
- σακίδιο πλάτης
- Τσάντα ταξιδιού
- Βαλίτσα χειρός
- σακίδιο
- σακίδιο
- βαλίτσα
- βαλίτσα
- Σακβουαγιάζ
- Τσάντα Σαββατοκύριακου
- Σαββατοκύριακο
Nearest Words of gripper
Definitions and Meaning of gripper in English
gripper (n.)
One who, or that which, grips or seizes.
In printing presses, the fingers or nippers.
FAQs About the word gripper
πιαστήρας
One who, or that which, grips or seizes., In printing presses, the fingers or nippers.
βαλίτσα,πορτοφόλι,σακίδιο,τσάντες,χαρτοφύλακας,Συνέχισε,Τσάντα μεταφοράς,Τσάντα χεριού,ταξιδιωτική βαλίτσα,αποσκευές
Απελευθέρωση,παραίτηση
grippe => Γρίπη, gripingly => γοητευτικά, griping => γκρινιάρης, gripes => παράπονα, griper => τσιμπίδα,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)