Greek Meaning of grotesquely

αλλόκοτα

Other Greek words related to αλλόκοτα

Definitions and Meaning of grotesquely in English

Wordnet

grotesquely (r)

in a grotesque manner

Webster

grotesquely (adv.)

In a grotesque manner.

FAQs About the word grotesquely

αλλόκοτα

in a grotesque mannerIn a grotesque manner.

σκληρός,ενοχλητικός,δυνατός,αντιαισθητικός,δυσάρεστος,οξύ,παράξενος/η,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός

αισθητικός,επινοητικός,καλλιτεχνικός,ελκυστικός,όμορφος,αισθητικός,αισθητικός,ευχάριστος,ελκυστικός,γινόμενος

grotesque => γκροτέσκο, grotesgue => γκροτέσκ, grote => μεγάλη, grosz => γρόσι, grossulin => Γροσσουλαρίτης,