Greek Meaning of ameliorative
βελτιωτικό
Other Greek words related to βελτιωτικό
- βελτιωτικό
- εποικοδομητικός
- επωφελής
- Κερδοφόρος
- Αποδοτικός
- υποστηρικτικός
- ενδεδειγμένο
- Ευχάριστος
- Ευεργετικός
- επωφελής
- βελτίωση
- επιθυμητός
- υγιής
- υγιής
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκός
- bermanfaat
- υγιής
- ευεργετικός
- υγιεινός
- ευνοϊκός
- ευεργετικός
- καλοήθης
- ευνοϊκή
- φιλικός
- καλός
- ικανοποιητικός
- χρήσιμος
- παρακαλώ
- Κερδοφόρος
- ευεργετικός
- ικανοποιητικό
Nearest Words of ameliorative
Definitions and Meaning of ameliorative in English
ameliorative (s)
tending to ameliorate
ameliorative (a.)
Tending to ameliorate; producing amelioration or improvement; as, ameliorative remedies, efforts.
FAQs About the word ameliorative
βελτιωτικό
tending to ameliorateTending to ameliorate; producing amelioration or improvement; as, ameliorative remedies, efforts.
βελτιωτικό,εποικοδομητικός,επωφελής,Κερδοφόρος,Αποδοτικός,υποστηρικτικός,ενδεδειγμένο,Ευχάριστος,Ευεργετικός,επωφελής
κακός,επιβλαβής,μειονεκτικός,επιβλαβές,δυσμενής,ανεπιθύμητος,άχρηστος,ασύμφορος,επιζήμιος,επιζήμιος
amelioration => βελτίωση, ameliorating => βελτιωτικό, ameliorated => βελτιωμένος, ameliorate => βελτιώνω, ameliorable => βελτιώσιμο,