Greek Meaning of captiousness

Καπριτσιόζος

Other Greek words related to Καπριτσιόζος

Definitions and Meaning of captiousness in English

Webster

captiousness (n.)

Captious disposition or manner.

FAQs About the word captiousness

Καπριτσιόζος

Captious disposition or manner.

Οξύτητα,χοληδόχος,ευερεθιστότητα,κακοκεφιά,δυσάρεστος,Αχρειότητα,νευρικότητα,ευερεθιστότητα,ευερεθιστότητα,γκρίνια

ευσπλαγχνία,εγκάρδιος,φιλικότητα,ευγένεια,Μη επιθετικότητα,ειρηνισμός,κοινωνικότητα,αντιμιλιταρισμός,φιλικότητα,φιλικότητα

captiously => πεισματικά, captious => κακόβουλος, caption => λεζάντα, captation => σύλληψη, captainship => καπετανία,