Greek Meaning of captainship
καπετανία
Other Greek words related to καπετανία
- προεδρία
- πρυτανεία
- δικτατορία
- κυριαρχία
- περιοχή
- πρωτοπορία
- στρατηγικό αξίωμα
- νομαρχία
- Δικαιοδοσία
- βασιλεία
- μόλυβδος
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- Πρέμιερ Λιγκ
- προεδρία
- Προεδρία
- Κυριαρχία
- επιθεώρηση
- πρωτοπορία
- αρχηγία
- διοίκηση
- Διοίκηση
- Ο eminence
- πηδάλιο
- βάθρο
- κορυφή
- Κάθισμα
- κυριαρχία
- ταλάντευση
- θρόνος
- κορυφαίο
- ανώτερη θέση
- καρέκλα
- Θέση οδηγού
- ηγεσία
- ύψος
- χαλινάρια
Nearest Words of captainship
- captain's chair => Καρέκλα του καπετάνιου
- captainry => captainry
- captaincy => αρχηγία
- captain kidd => Καπετάν Κιντ
- captain john smith => Καπετάνιος Τζον Σμιθ
- captain james cook => Καπετάνιος Τζέιμς Κουκ
- captain horatio hornblower => Καπετάνιος Οράτιος Χορνμπλόουερ
- captain hicks => Captain Hicks
- captain cook => Ο Καπετάνιος Κουκ
- captain bob => καπετάνιος Μπομπ
Definitions and Meaning of captainship in English
captainship (n)
the post of captain
captainship (n.)
The condition, rank, post, or authority of a captain or chief commander.
Military skill; as, to show good captainship.
FAQs About the word captainship
καπετανία
the post of captainThe condition, rank, post, or authority of a captain or chief commander., Military skill; as, to show good captainship.
προεδρία,πρυτανεία,δικτατορία,κυριαρχία,περιοχή,πρωτοπορία,στρατηγικό αξίωμα,νομαρχία,Δικαιοδοσία,βασιλεία
τάξεις
captain's chair => Καρέκλα του καπετάνιου, captainry => captainry, captaincy => αρχηγία, captain kidd => Καπετάν Κιντ, captain john smith => Καπετάνιος Τζον Σμιθ,