Greek Meaning of combinative
Συνδυαστικός
Other Greek words related to Συνδυαστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of combinative
- combinational => συνδυαστικός
- combination salad => Συνδυαστική σαλάτα
- combination plane => Συνδυασμένος τρούγας
- combination lock => κλειδαριά με κωδικό
- combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου
- combination => συνδυασμός
- combinable => συνδυάσιμος
- comb-footed spider => Αράχνες με χτενάκια ποδιού
- comber => χτένα
- combed => χτενισμένο
- combinatorial => συνδυαστικός
- combinatory => συνδυαστικός
- combine => συνδυάζω
- combined => συνδυασμένος
- combined dna index system => Συνδυασμένο σύστημα καταλόγου DNA
- combined operation => Συνδυασμένη επιχείρηση
- combing => χτένισμα
- combining => συνδυάζοντας
- combining form => συνδυαστική μορφή
- combining weight => Μοριακό βάρος
Definitions and Meaning of combinative in English
combinative (a)
marked by or relating to or resulting from combination
combinative (s)
relating to or involving combinations
FAQs About the word combinative
Συνδυαστικός
marked by or relating to or resulting from combination, relating to or involving combinations
No synonyms found.
No antonyms found.
combinational => συνδυαστικός, combination salad => Συνδυαστική σαλάτα, combination plane => Συνδυασμένος τρούγας, combination lock => κλειδαριά με κωδικό, combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου,