Greek Meaning of reusable

επαναχρησιμοποιήσιμο

Other Greek words related to επαναχρησιμοποιήσιμο

Definitions and Meaning of reusable in English

Wordnet

reusable (s)

capable of being used again

FAQs About the word reusable

επαναχρησιμοποιήσιμο

capable of being used again

Διαθέσιμο,εργοδοτήσιμος,Εφικτό,Λειτουργικός,λειτουργικός,επισκευάσιμος,χρηστικό,χρηστικό,χρήσιμος,βιώσιμος

Ανεφάρμοστο,ανεγχείρητος,μη διαθέσιμο,Άχρηστο,μη λειτουργικός,Άνεργος

reurge => επιμένω, re-uptake => επαναπρόσληψη, reuptake => επαναπρόληψη, reunition => επανένωση, reunitedly => επανενωμένοι,