FAQs About the word revaccinate

Επανεμβολιασμός

To vaccinate a second time or again.

No synonyms found.

No antonyms found.

rev up => Επιταχύνω, rev => σαλ/λεπτό, reuse => Επαναχρησιμοποίηση, reusable routine => Επαναχρησιμοποιήσιμη ρουτίνα, reusable program => Επαναχρησιμοποιήσιμο πρόγραμμα,