Greek Meaning of carried through

εκτελέστηκε

Other Greek words related to εκτελέστηκε

Definitions and Meaning of carried through in English

carried through

carry out, persist, survive

FAQs About the word carried through

εκτελέστηκε

carry out, persist, survive

επικράτησε,κολλημένος,επιβίωσε,συνέχεια,Διεξαγόμενη,έμεινε,έτρεξε σε,παρέμεινε,έμεινε,έμεινε

Έπαψε,Κλειστό,κατέληξε,πέθανε,πέθανε,διακοπή,τελείωσε,ληγμένο,τελειωμένος,λήγειν

carried the day => κέρδισε την ημέρα, carried out => διεξάγονται, carried on => συνέχισε, carried off => μεταφέρεται, carried away => παρέσυρα,