Greek Meaning of carried through
εκτελέστηκε
Other Greek words related to εκτελέστηκε
Nearest Words of carried through
- carried weight => Μεταφερόμενο βάρος
- carries off => παίρνει
- carries on => συνεχίζει
- carries out => εκτελεί
- carrions => νεκροί
- carry a torch (for) => κρατώ έναν πυρσό (για)
- carry the day => Φέρνω την ημέρα
- carry the torch (for) => κρατώ τη δάδα (για)
- carryalls => ταξιδιωτικές τσάντες
- carry-cot => Πορτ-μπεμπέ
Definitions and Meaning of carried through in English
carried through
carry out, persist, survive
FAQs About the word carried through
εκτελέστηκε
carry out, persist, survive
επικράτησε,κολλημένος,επιβίωσε,συνέχεια,Διεξαγόμενη,έμεινε,έτρεξε σε,παρέμεινε,έμεινε,έμεινε
Έπαψε,Κλειστό,κατέληξε,πέθανε,πέθανε,διακοπή,τελείωσε,ληγμένο,τελειωμένος,λήγειν
carried the day => κέρδισε την ημέρα, carried out => διεξάγονται, carried on => συνέχισε, carried off => μεταφέρεται, carried away => παρέσυρα,