Greek Meaning of overruled

ανατροπή

Other Greek words related to ανατροπή

Definitions and Meaning of overruled in English

Webster

overruled (imp. & p. p.)

of Overrule

FAQs About the word overruled

ανατροπή

of Overrule

αρνηθεί,απολυμένος,απορριφθείς,απορριπτόμενος,αρνήθηκε,αποδοκιμασμένος,απαρνήθηκε,περιφρονω,αμφισβητούμενο,απαγόρευσε

συμφώνησε,υιοθετημένος,συμφωνήθηκε,αγκαλιάστηκε,έλαβε,επιλεγμένα,ανεκτή,πήρε,καλωσόρισε,κατάπιε

overrule => ακυρώνω, overrode => αναιρούσε, overroast => υπερκαβούρδισμα, overripen => υπερώριμος, overripe => υπερώριμο,