Greek Meaning of overripe

υπερώριμο

Other Greek words related to υπερώριμο

Definitions and Meaning of overripe in English

Wordnet

overripe (s)

too ripe and beginning to turn soft

Webster

overripe (a.)

Matured to excess.

FAQs About the word overripe

υπερώριμο

too ripe and beginning to turn softMatured to excess.

παρακμιακός,φθαρμένο,εκφυλισμένος,Υποβαθμισμένο,εξασθενημένος,μαλακός,ξεφτισμένος,Αδύναμος,εξασθενημένος,εξασθενημένος

μη εκφυλισμένος

overrigorous => υπερβολικά αυστηρός, overrigid => υπερβολικά άκαμπτος, overrighteous => υπερήφανος, overrigged => Υπερφορτωμένο, overriding => επικράτηση,