Greek Meaning of counteracting
αντιρρόπηση
Other Greek words related to αντιρρόπηση
- εναντίον
- Αντιφατικό
- αντίθετος
- αντίθετος
- ανθεκτικό
- αντιστάμενο
- εσκεμμένος
- ανταγωνιστικός
- αντιμετώπιση
- επιζήμιος
- αποστροφή
- δύστροπος
- αυθάδης
- προκλητικός
- δυσάρεστος
- διστακτικός
- ασύμβατος
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- αποκρουστικός
- Θορυβώδης
- αντίθετο
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- αρνητής
- πυρίμαχος
- αμείλικτος
- απρόθυμος
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- απρόθυμος
- ατίθασος
- εκούσιος
- μετρητής
- μειονεκτικός
- απρόθυμος
- σκληρός
- εχθρικός
- άκαμπτος
- εχθρικός
- αρνητικός
- επιβλαβής
- πρύμνη
- άκαμπτος
- δυσμενής
- σταθερός
- ανεπιθύμητος
- αμείλικτος
- ανανταγωνιστικό
Nearest Words of counteracting
- counteracted => εξουδετερώθηκε
- counteraccusation => αντεγκλήσεις
- countenancing => υποστηρίζοντας
- countenances => πρόσωπα
- countenanced => ανέχθηκε
- counted (up to) => μετρημένο (μέχρι)
- counted (out) => αποβλήθηκε
- counted (on or upon) => λογίζεται (σε ή επί)
- counted => μετρημένο
- count (up to) => μετρώ (μέχρι)
- counteraggression => αντιεπιθετικότητα
- counterassault => αντε επίθεση
- counterattacker => Αντεπιτιθέμενος
- counterbalancing => αντισταθμίζω
- counterblockade => αντεμποδισμός
- counterblows => αντεπιθέσεις
- counter-blows => αντεπιθέσεις
- counterclaims => αντέγγραφο
- counterconspiracies => αντισυνωμοσίες
- counter-conspiracies => αντισυνωμοσίες
Definitions and Meaning of counteracting in English
counteracting
to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by means of an opposite force, action, or influence, to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by an opposite force, to lessen the force, action, or influence of
FAQs About the word counteracting
αντιρρόπηση
to make ineffective or restrain or neutralize the usually ill effects of by means of an opposite force, action, or influence, to make ineffective or restrain or
εναντίον,Αντιφατικό,αντίθετος,αντίθετος,ανθεκτικό,αντιστάμενο,εσκεμμένος,ανταγωνιστικός,αντιμετώπιση,επιζήμιος
ευνοϊκός,καλοήθης,φιλικός,ευνοϊκή,θετικός,ανεκτικός,κατανόηση,δίχως αντίσταση,συμμορφούμενος,Φιλικός
counteracted => εξουδετερώθηκε, counteraccusation => αντεγκλήσεις, countenancing => υποστηρίζοντας, countenances => πρόσωπα, countenanced => ανέχθηκε,