Greek Meaning of secondhand car
Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
Other Greek words related to Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of secondhand car
- secondhand => μεταχειρισμένο
- second-guess => δεύτερη εικασία
- seconder => δευτερολόγος
- seconded => δευτερολόγησε
- second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού
- second-class => δεύτερης τάξης
- second-best => Δεύτερο καλύτερο
- secondary winding => Δευτερεύουσα περιέλιξη
- secondary syphilis => Δευτερογενής σύφιλη
- secondary storage => Δευτερεύουσα αποθήκευση
- second-hand speech => Έμμεσος λόγος
- second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα
- second-in-command => Δεύτερος
- seconding => δευτερολογία
- secondly => Δεύτερον
- secondment => απόσπαση
- secondo => δεύτερος
- second-place finish => Δεύτερη θέση
- second-rate => δεύτερης κατηγορίας
- second-rater => δεύτερης κατηγορίας
Definitions and Meaning of secondhand car in English
secondhand car (n)
a car that has been previously owned; not a new car
FAQs About the word secondhand car
Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
a car that has been previously owned; not a new car
No synonyms found.
No antonyms found.
secondhand => μεταχειρισμένο, second-guess => δεύτερη εικασία, seconder => δευτερολόγος, seconded => δευτερολόγησε, second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού,