Greek Meaning of seconding
δευτερολογία
Other Greek words related to δευτερολογία
- υποκίνηση
- υιοθεσία
- υπεράσπιση
- βοήθεια
- βοήθεια
- επικύρωση
- Υποστηρίζοντας
- βοηθητικός
- επικυρώνοντας
- ενισχύοντας
- Πλαγιοκάλυψη (με)
- υποστήριξη
- αντίγραφο ασφαλείας
- ενίσχυση
- ενίσχυση
- υπερασπιστής
- Αγκαλιάζει
- προώθηση
- περαιτέρω
- προστατευτικός
- στήριξη (προς τα πάνω)
- ενισχυτικός
- υποστηρίζων
- προελαύνοντας
- απελευθέρωση
- ενίσχυση
- τοποθέτηση (για)
- Συνδέοντας
- διογκωμένος (για)
- δωροδοκία (για)
- κήρυγμα
- διάσωση
- αποταμίευση
- μιλώντας
Nearest Words of seconding
- second-in-command => Δεύτερος
- second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα
- second-hand speech => Έμμεσος λόγος
- secondhand car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
- secondhand => μεταχειρισμένο
- second-guess => δεύτερη εικασία
- seconder => δευτερολόγος
- seconded => δευτερολόγησε
- second-degree burn => Εγκαύματα δευτέρου βαθμού
- second-class => δεύτερης τάξης
Definitions and Meaning of seconding in English
seconding (p. pr. & vb. n.)
of Second
FAQs About the word seconding
δευτερολογία
of Second
υποκίνηση,υιοθεσία,υπεράσπιση,βοήθεια,βοήθεια,επικύρωση,Υποστηρίζοντας,βοηθητικός,επικυρώνοντας,ενισχύοντας
παρεμβατικός,αντίθετος,ματαιώνοντας,απορίας άξιο,εγκατάλειψη,απογοητευτικός,αποτυχημένος,απορρόφηση,απογοητευτικός,σαμποτάροντας
second-in-command => Δεύτερος, second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα, second-hand speech => Έμμεσος λόγος, secondhand car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, secondhand => μεταχειρισμένο,