Greek Meaning of seconding

δευτερολογία

Other Greek words related to δευτερολογία

Definitions and Meaning of seconding in English

Webster

seconding (p. pr. & vb. n.)

of Second

FAQs About the word seconding

δευτερολογία

of Second

υποκίνηση,υιοθεσία,υπεράσπιση,βοήθεια,βοήθεια,επικύρωση,Υποστηρίζοντας,βοηθητικός,επικυρώνοντας,ενισχύοντας

παρεμβατικός,αντίθετος,ματαιώνοντας,απορίας άξιο,εγκατάλειψη,απογοητευτικός,αποτυχημένος,απορρόφηση,απογοητευτικός,σαμποτάροντας

second-in-command => Δεύτερος, second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα, second-hand speech => Έμμεσος λόγος, secondhand car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, secondhand => μεταχειρισμένο,