Greek Meaning of backstopping
αντίγραφο ασφαλείας
Other Greek words related to αντίγραφο ασφαλείας
- βοήθεια
- βοήθεια
- βοηθητικός
- υποστηρίζων
- υποκίνηση
- υποστήριξη
- ενίσχυση
- διευκολυντικό
- αποταμίευση
- ενισχύοντας
- προελαύνοντας
- συμβουλεύοντας
- παρών
- ευεργετικός
- ενίσχυση
- ενίσχυση
- υπερασπιστής
- ελπιδοφόρος
- Συμβουλευτική
- συμβουλευτική
- παράδοση
- χαλάρωση
- ενθαρρυντικός
- επικύρωση
- προώθηση
- καλλιέργεια
- περαιτέρω
- Καθοδήγηση
- επικυρώνοντας
- εκκίνηση
- θρεπτικός
- προθυμος
- προστατευτικός
- διάσωση
- σερβίρισμα
- επωφελής
- φροντίδα (για)
- καθοδήγηση
- λειτουργούν
- επωφελούμενη
- προώθηση
- στήριξη (προς τα πάνω)
- ενισχυτικός
- χορηγία
- βοηθώντας
- βιώσιμο
- αντίσταση
- 除非
- αποκλεισμός
- περιοριστική
- αποτυχημένος
- εμποδίζοντας
- αναπηρία
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- παρεμβατικός
- εμποδίζοντας
- αντίθετος
- συγκρατημένος
- ματαιώνοντας
- συγκράτηση
- σαμποτάροντας
- απορίας άξιο
- εγκατάλειψη
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- απογοητεύω
- Καθυστερημένος
- αποπνικτικός
- ενοχλητικός
- επιζήμιος
- αποθαρρυντικός
- βλαβερός
- πονώντας
- βλαβερό
- καταπιεστικός
- Υποανάπτυξη
Nearest Words of backstopping
- backstopped => υποστηρίζεται
- backstabs => μαχαιριά στην πλάτη
- backstabbings => μαχαιρώματα στην πλάτη
- backstabbing => μαχαιριά στην πλάτη
- backstabbed => μαχαιρωμένος στην πλάτη
- backstab => μαχαιριά στην πλάτη
- backpedaling => οπισθοπορεία
- backpedaled => οπισθοχώρηση
- backpacked => σακίδιο πλάτης
- backland(s) => δυσπρόσιτες περιοχές
Definitions and Meaning of backstopping in English
backstopping
something or someone that provides dependable support or protection against failure or loss, a screen or fence for keeping a ball from leaving the field of play, a screen or fence to keep a ball from leaving the field of play, a player (such as the catcher) positioned behind the batter, support, bolster, to serve as a backstop to, a baseball catcher, a stop (such as a pawl) that prevents a backward movement (as of a wheel), to play the position of goalkeeper for, something at the back serving as a stop
FAQs About the word backstopping
αντίγραφο ασφαλείας
something or someone that provides dependable support or protection against failure or loss, a screen or fence for keeping a ball from leaving the field of play
βοήθεια,βοήθεια,βοηθητικός,υποστηρίζων,υποκίνηση,υποστήριξη,ενίσχυση,διευκολυντικό,αποταμίευση,ενισχύοντας
αντίσταση,除非,αποκλεισμός,περιοριστική,αποτυχημένος,εμποδίζοντας,αναπηρία,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός
backstopped => υποστηρίζεται, backstabs => μαχαιριά στην πλάτη, backstabbings => μαχαιρώματα στην πλάτη, backstabbing => μαχαιριά στην πλάτη, backstabbed => μαχαιρωμένος στην πλάτη,