FAQs About the word second-in-command

Δεύτερος

someone who relieves a commander

No synonyms found.

No antonyms found.

second-hand store => Μεταχειρισμένο κατάστημα, second-hand speech => Έμμεσος λόγος, secondhand car => Μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, secondhand => μεταχειρισμένο, second-guess => δεύτερη εικασία,