Greek Meaning of stagnating
Στασιμα
Other Greek words related to Στασιμα
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- αδρανής
- χέρσος
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- αδρανής
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
- φυτοζωών
- σπασμένο
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- ανεγχείρητος
- νεκρός
- ανενεργός
- καπούτ
- μη λειτουργικός
- εκτός λειτουργίας
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- Μη λειτουργικό
- μη λειτουργικός
- μη χειρουργικός
Nearest Words of stagnating
Definitions and Meaning of stagnating in English
stagnating
to be or become stagnant, to become or remain stagnant
FAQs About the word stagnating
Στασιμα
to be or become stagnant, to become or remain stagnant
συλληφθείς,κοιμισμένος,αδρανής,χέρσος,αδρανής,αναποτελεσματικός,αδρανής,λανθάνων,άψυχο,μη παραγωγικός
ενεργός,ζωντανός,αποτελεσματικός,Λειτουργικός,λειτουργικός,πηγαίνω,σε,ζωντανά,ζωντανό,λειτουργική
staging ground => τόπος συγκέντρωσης, staggery => αστάθεια, staggered => κλιμακωτό, stages => στάδια, stage-managing => σκηνοθεσία,