Greek Meaning of stainlessness
ανοξείδωτο
Other Greek words related to ανοξείδωτο
Nearest Words of stainlessness
Definitions and Meaning of stainlessness in English
stainlessness
the quality or state of being stainless
FAQs About the word stainlessness
ανοξείδωτο
the quality or state of being stainless
αγνότητα,αγνότητα,σεμνότητα,αγνότητα,βραβείο,πίστωση,καλοσύνη,τιμή,ακεραιότητα,νομιμότητα
Κηλίδα,μάρκα,ενοχή,βάρος απόδειξης,ντροπή,ασαφές,στίγμα,κουκκίδα,κηλίδα,στίγμα
stags => Ελάφια, stagnating => Στασιμα, staging ground => τόπος συγκέντρωσης, staggery => αστάθεια, staggered => κλιμακωτό,