FAQs About the word staging ground

τόπος συγκέντρωσης

a place where something is planned or initiated

Χώρος συγκέντρωσης,βάση,Κατασκήνωση,κέντρο,τοποθεσία,ορμητήριο,πέλμα,μπροστά,έδρα,εγκατάσταση

No antonyms found.

staggery => αστάθεια, staggered => κλιμακωτό, stages => στάδια, stage-managing => σκηνοθεσία, stage-managed => σκηνοθετημένο,