Greek Meaning of overpersuade

πείθω υπερβολικά

Other Greek words related to πείθω υπερβολικά

Definitions and Meaning of overpersuade in English

Webster

overpersuade (v. t.)

To persuade or influence against one's inclination or judgment.

FAQs About the word overpersuade

πείθω υπερβολικά

To persuade or influence against one's inclination or judgment.

διαφωνώ,πλύση εγκεφάλου,φέρνω,μεταστρέφω,μετατρέπω,πείθω,κέρδος,προκαλώ,επιρροή,κινώ

αποτρέπω,αποθαρρύνω,Αποτρέπω,απούλητος

overperch => υπεραλίευση, overpeople => υπεράνθρωποι, overpeer => Εποπτεία, overpayment => υπερπληρωμή, overpaying => υπερπληρωμή,