FAQs About the word overpayment

υπερπληρωμή

a payment larger than needed or expected, the act of paying too much

αποζημίωση,Εκταμίευση,Giving = Δίνοντας,πληρωμή,πληρωμή,προπληρωμή,αποζημίωση,Έμβασμα,Αποπληρωμή,αποστολή χρημάτων

μη πληρωμή,Υποπληρωμή

overpaying => υπερπληρωμή, overpay => Υπε πληρωμή, overpatient => υπερβολικά υπομονετικός, overpassionate => υπερβολικά παθιασμένος, overpassing => προσπέραση,