FAQs About the word overpoise

υπέρβαρο

To outweigh; to overbalance., Preponderant weight; a counterbalance.

No synonyms found.

No antonyms found.

overply => εξωτερική επένδυση, overplus => περίσσεια, overplease => υπερβολική ευχαρίστηση, overplay => Παρατραβάω, overpicture => Εικόνα πάνω από το αρχικό,