Greek Meaning of relighting

Επαναφωτισμός

Other Greek words related to Επαναφωτισμός

Definitions and Meaning of relighting in English

relighting

to light (something) again

FAQs About the word relighting

Επαναφωτισμός

to light (something) again

φωτεινό,αστραπή,ανάφλεξη,αναζωπυρώνω,καυστικός,πυροδότηση,τέφρωση,ψησίματος,τραπεζικές υπηρεσίες,ψήσιμο στη σχάρα

κατάσβεση,σκλήρυνση,ασφυξία,σκοτείνιασμα,κατάσβεση,ραβδοσκοπία,βάζω έξω,ασφυκτικός,Σφράγιση (έξω),ασφυκτικός

relighted => άναψε ξανά, relieves => ανακουφίζει, reliefs => ανάγλυφα, relied (on or upon) => Βασίστηκε (σε/βάσει), relics => λείψανα,