Greek Meaning of prepping
προετοιμασία
Other Greek words related to προετοιμασία
- προετοιμάζει
- διάταξη
- εξοπλισμός
- κατάλληλος
- επιδιόρθωση
- ενδυναμωτικός
- Επίπλωση
- περιποίηση
- τοποθέτηση
- παρέχοντας
- προετοιμασία
- οπλισμός
- τάβλα
- εκκίνηση (κατά την εκκίνηση)
- ενθαρρυντικός
- σύνταξη
- εκπαίδευση
- συνάντηση
- προετοιμάζονται
- περιτύλιξη
- διδασκαλία δογμάτων
- διδάσκοντας
- τοποθέτηση
- εξοπλισμός
- προδιαθετικός
- αστάρωμα
- φοίτηση
- ρύθμιση
- εξάπλωση
- Κλοπή
- παρέχοντας
- εκπαίδευση
- Ιδιαίτερα μαθήματα
Nearest Words of prepping
Definitions and Meaning of prepping in English
prepping
to prepare for an operation or examination, to attend preparatory school, to get ready, preparatory school, prepare, a preliminary trial for a racehorse, preparation
FAQs About the word prepping
προετοιμασία
to prepare for an operation or examination, to attend preparatory school, to get ready, preparatory school, prepare, a preliminary trial for a racehorse, prepar
προετοιμάζει,διάταξη,εξοπλισμός,κατάλληλος,επιδιόρθωση,ενδυναμωτικός,Επίπλωση,περιποίηση,τοποθέτηση,παρέχοντας
No antonyms found.
preppie => πρίπης, preposterousness => ανοησία, prepossessions => προκαταλήψεις, prepossessed => Προκατειλημμένος, preponderancy => κατίσχυση,