Greek Meaning of preppy
σνομπ
Other Greek words related to σνομπ
- μικτό
- Εσώκλειστος
- αναγνώστης
- μαθητής
- Μαθητής
- Μαθήτρια
- συμμαθητής
- μαθητής
- προπτυχιακός φοιτητής / προπτυχιακή φοιτήτρια
- φοιτητής
- πρωτοετής φοιτητής
- νέος
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- μεταπτυχιακός
- Μαθητής
- λόγιος
- συμμαθητής
- Δευτεροετής φοιτητής
- φοιτητής
- προπτυχιακός φοιτητής
- Φοιτητής ανταλλαγής
- Λυκειόπαιδο
- μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
- μεσάζοντας
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- μαθητής κατώτερων τάξεων
- Μεγαλύτερος μαθητής
Nearest Words of preppy
Definitions and Meaning of preppy in English
preppy
a person deemed to dress or behave like a preppy, relating to or being a style of dress characterized especially by classic clothing and neat appearance, a student at or a graduate of a preparatory school, relating to, characteristic of, or being a preppy
FAQs About the word preppy
σνομπ
a person deemed to dress or behave like a preppy, relating to or being a style of dress characterized especially by classic clothing and neat appearance, a stud
μικτό,Εσώκλειστος,αναγνώστης,μαθητής,Μαθητής,Μαθήτρια,συμμαθητής,μαθητής,προπτυχιακός φοιτητής / προπτυχιακή φοιτήτρια,φοιτητής
μη φοιτητής
prepping => προετοιμασία, preppie => πρίπης, preposterousness => ανοησία, prepossessions => προκαταλήψεις, prepossessed => Προκατειλημμένος,