Greek Meaning of outfitting
εξοπλισμός
Other Greek words related to εξοπλισμός
- εξοπλισμός
- Επίπλωση
- παρέχοντας
- Εξάρτηση
- περιτύλιξη
- προετοιμάζει
- εφοδιασμός
- Ιστιοφορία
- εξάρτηση
- εξαρτήματα
- εκχώρηση
- κατανομή
- κατανομή
- οπλισμός
- ανάθεσης
- απονέμοντας
- συμβάλλοντα
- (ασχολία)
- Διανομή
- διανομή
- διανομή
- δωρίζω
- ενδυναμωτικός
- Giving = Δίνοντας
- διανέμοντας
- Εξοπλισμός (ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση)
- μέτρηση (έξω)
- διανομή (έξω)
- κατανομή (έξω)
- μερίδα
- παρουσιάζοντας
- αναλογική κατανομή
- επανεξοπλισμός
- επισκευή
- ανακαίνιση
- κάλτσα
- αποθήκευση
Nearest Words of outfitting
Definitions and Meaning of outfitting in English
outfitting (n)
the act of renovating and fitting out a ship
FAQs About the word outfitting
εξοπλισμός
the act of renovating and fitting out a ship
εξοπλισμός,Επίπλωση,παρέχοντας,Εξάρτηση,περιτύλιξη,προετοιμάζει,εφοδιασμός,Ιστιοφορία,εξάρτηση,εξαρτήματα
στερητικός,αποεπένδυση,απόσυρση,στέρηση ιδιοκτησίας
outfitter => εξοπλιστής, outfitted => εφοδιασμένος, outfit => στολή, outfight => ανοιχτή πάλη, outfielder => Έξω άμυνας,