Greek Meaning of legislating
νομοθέτηση
Other Greek words related to νομοθέτηση
Nearest Words of legislating
- legislation => νομοθεσία
- legislative => Νομοθετικός
- legislative act => νομοθετική πράξη
- legislative assembly => Νομοθετική συνέλευση
- legislative body => νομοθετικό σώμα
- legislative branch => νομοθετική εξουσία
- legislative council => Νομοθετική συνέλευση
- legislatively => νομοθετικά
- legislator => νομοθέτης
- legislatorial => νομοθετικός
Definitions and Meaning of legislating in English
legislating (n)
the act of making or enacting laws
legislating (p. pr. & vb. n.)
of Legislate
FAQs About the word legislating
νομοθέτηση
the act of making or enacting lawsof Legislate
ψήφιση,Εγκριτικός,συγκροτούν,υπαγόρευση,κατασκευή,περνώντας,διαχείριση,επιτρέποντας,εξουσιοδοτώντας,προκαλώντας
κατάργηση,κατάργηση,ανάκληση,ακύρωση,ακύρωση,ακυρώνοντας,ανατροπή,ανακλήσεις,όπισθεν,Κατάργηση
legislated => νομοθετημένος, legislate => νομοθετεί, legionry => Λεγεώνα, legionnaires' disease => νόσος των Λεγεωναρίων, legionnaire => λεγεωνάριος,