Greek Meaning of repassing

επαναφορά

Other Greek words related to επαναφορά

Definitions and Meaning of repassing in English

repassing

to adopt again, to pass again especially in the opposite direction, to cause to pass again, to pass through, over, or by again

FAQs About the word repassing

επαναφορά

to adopt again, to pass again especially in the opposite direction, to cause to pass again, to pass through, over, or by again

προκαλώντας,συγκροτούν,αποτελεσματικός,ψήφιση,ξαπλωμένος,περνώντας,εξουσιοδοτώντας,υπαγόρευση,Εκτελείται,νομοθέτηση

κατάργηση,κατάργηση,ανάκληση,ακύρωση,ακύρωση,ακυρώνοντας,ανατροπή,ανακλήσεις,όπισθεν,Κατάργηση

repassed => επαναλήφθηκαν, repartition => αναδιανομή, repartees => εύστοχες απαντήσεις, reparations => αποζημιώσεις, reparation(s) => αποζημίωση(εις),