FAQs About the word legislative assembly

Νομοθετική συνέλευση

persons who make or amend or repeal laws

δίαιτα,Γενική συνέλευση,Νομοθετικός,Νομοθετική εξουσία,συνέλευση,θάλαμος,Συμβούλιο,σπίτι,Κοινοβούλιο,συνέδριο

No antonyms found.

legislative act => νομοθετική πράξη, legislative => Νομοθετικός, legislation => νομοθεσία, legislating => νομοθέτηση, legislated => νομοθετημένος,