Greek Meaning of legislatorship
νομοθετική εξουσία
Other Greek words related to νομοθετική εξουσία
Nearest Words of legislatorship
- legislatorial => νομοθετικός
- legislator => νομοθέτης
- legislatively => νομοθετικά
- legislative council => Νομοθετική συνέλευση
- legislative branch => νομοθετική εξουσία
- legislative body => νομοθετικό σώμα
- legislative assembly => Νομοθετική συνέλευση
- legislative act => νομοθετική πράξη
- legislative => Νομοθετικός
- legislation => νομοθεσία
Definitions and Meaning of legislatorship in English
legislatorship (n)
the office of legislator
legislatorship (n.)
The office of a legislator.
FAQs About the word legislatorship
νομοθετική εξουσία
the office of legislatorThe office of a legislator.
νομοθέτης,Νομοθέτης,Γερουσιαστής,βουλευτής,Βουλευτής,βουλεύτρια,μέλος του Κογκρέσου,Σόλων
No antonyms found.
legislatorial => νομοθετικός, legislator => νομοθέτης, legislatively => νομοθετικά, legislative council => Νομοθετική συνέλευση, legislative branch => νομοθετική εξουσία,