FAQs About the word legislatorship

νομοθετική εξουσία

the office of legislatorThe office of a legislator.

νομοθέτης,Νομοθέτης,Γερουσιαστής,βουλευτής,Βουλευτής,βουλεύτρια,μέλος του Κογκρέσου,Σόλων

No antonyms found.

legislatorial => νομοθετικός, legislator => νομοθέτης, legislatively => νομοθετικά, legislative council => Νομοθετική συνέλευση, legislative branch => νομοθετική εξουσία,