FAQs About the word expulsive

απωθητικό

Having the power of driving out or away; serving to expel.

απέλαση,εξορία,διασπορά,μετατόπιση,μετανάστευση,Εκκένωση,Εξορία,μετανάστευση,διασπορά,Έκρηξη

επιστροφή,μετανάστευση,επαναπατρισμός

expulsion => απέλαση, expulser => εκτοξευτήρας, expulse => απελάσεις, expugner => κατακτητής, expugnation => κατάληψη,