Greek Meaning of expulsive
απωθητικό
Other Greek words related to απωθητικό
Nearest Words of expulsive
Definitions and Meaning of expulsive in English
expulsive (a.)
Having the power of driving out or away; serving to expel.
FAQs About the word expulsive
απωθητικό
Having the power of driving out or away; serving to expel.
απέλαση,εξορία,διασπορά,μετατόπιση,μετανάστευση,Εκκένωση,Εξορία,μετανάστευση,διασπορά,Έκρηξη
επιστροφή,μετανάστευση,επαναπατρισμός
expulsion => απέλαση, expulser => εκτοξευτήρας, expulse => απελάσεις, expugner => κατακτητής, expugnation => κατάληψη,