Greek Meaning of slush
λάσπη
Other Greek words related to λάσπη
- μπλα μπλα
- σάλια
- τζαζ
- κοπριά
- ανοησία
- ξηροί καρποί
- βλακεία
- φασόλια
- παραλογισμό
- Μηλόσουπα
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- blarney
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- κουκέτα
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- ανοησίες
- βιολί
- ανοησίες
- φανέλα
- ανοησίες
- μωρία
- φάτζ
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- μούφα
- Απάτη
- Τρέλα
- Τρέλα
- Μαλακίες
- ανοησίες
- σεληνόφως
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- πανκ
- σάπιος
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φλυαρίες
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- ανοησίες
- Βλακείες
- Χόκεϊ επί πάγου
- ανοησίες
- νέρτες
- ανοησία
- φαιδρότητα
- αέριο
- ελληνικός
- χουντού
- Ζεστός αέρας
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- ανοησία
- κενότητα
- Τρέλα
- Μαϊμουδίες
- κατεργαριά
Nearest Words of slush
Definitions and Meaning of slush in English
slush (n)
partially melted snow
slush (v)
make a splashing sound
spill or splash copiously or clumsily
slush (n.)
Soft mud.
A mixture of snow and water; half-melted snow.
A soft mixture of grease and other materials, used for lubrication.
The refuse grease and fat collected in cooking, especially on shipboard.
A mixture of white lead and lime, with which the bright parts of machines, such as the connecting rods of steamboats, are painted to be preserved from oxidation.
slush (v. t.)
To smear with slush or grease; as, to slush a mast.
To paint with a mixture of white lead and lime.
FAQs About the word slush
λάσπη
partially melted snow, make a splashing sound, spill or splash copiously or clumsilySoft mud., A mixture of snow and water; half-melted snow., A soft mixture of
μπλα μπλα,σάλια,τζαζ,κοπριά,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,φασόλια,παραλογισμό,Μηλόσουπα
κοινή λογική,κοινή λογική,κρίση,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,Διάκριση,κρίση,φρόνηση,σοφία
slurry => χυλός, slurring => μιλάω ακατάληπτα, slurred => ασυνάρτητος, slurp => ρουφώ, slur over => παραλείπω,