Greek Meaning of malarkey
Μαλακίες
Other Greek words related to Μαλακίες
- μπλα μπλα
- ανοησία
- παραλογισμό
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- blarney
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- κουκέτα
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- ανοησίες
- βιολί
- ανοησίες
- ανοησίες
- φάτζ
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- μούφα
- Απάτη
- Τρέλα
- τζαζ
- Τρέλα
- ξηροί καρποί
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- σάπιος
- βλακεία
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φλυαρίες
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- ανοησίες
- Βλακείες
- ανοησίες
- νέρτες
- ανοησία
- Μηλόσουπα
- σάλια
- φαιδρότητα
- φανέλα
- μωρία
- αλαμπραμπαλαμ
- Επιτηδευμένος
- χουντού
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- σεληνόφως
- κοπριά
- πανκ
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- λάσπη
- ανοησία
- φασόλια
- διπλωματία
- Χόκεϊ επί πάγου
- κενότητα
- Τρέλα
Nearest Words of malarkey
- malarious => ελονοσιακός
- malarian => ελονοσικός
- malarial mosquito => Μέλισσα Ανωφελής
- malarial => ελονοσιακός
- malaria parasite => το ελονοσιακό παράσιτο
- malaria mosquito => Κουνούπι της ελονοσίας
- malaria => ελονοσία
- malar bone => Ζυγωματικό οστούν
- malar => Ζυγωματικό
- malapterurus => Ηλεκτρική γατόψαρο
- malarky => ανοησίες
- malashaganay => ενοχλητικός
- malassimilation => Δυσαπορρόφηση
- malate => Μαλικό
- malathion => Μαλαθειόνη
- malathion poisoning => δηλητηρίαση από μαλαιθίο
- malawi => Μαλάουι
- malawi kwacha => κβάτσα του Μαλάουι
- malawian => Μαλάουι
- malawian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Μαλάουι
Definitions and Meaning of malarkey in English
malarkey (n)
empty rhetoric or insincere or exaggerated talk
FAQs About the word malarkey
Μαλακίες
empty rhetoric or insincere or exaggerated talk
μπλα μπλα,ανοησία,παραλογισμό,ανοησίες,ανοησίες,καρίνα,blarney,φλυαρία,κουτοπόνηρος,Μαρμαρίζω
Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,κοινή λογική,Διάκριση,κοινή λογική,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία
malarious => ελονοσιακός, malarian => ελονοσικός, malarial mosquito => Μέλισσα Ανωφελής, malarial => ελονοσιακός, malaria parasite => το ελονοσιακό παράσιτο,