FAQs About the word periapt

φυλαχτό

A charm worn as a protection against disease or mischief; an amulet.

φυλακτό,φυλακτό,γοητεία,έμβλημα,Μαζότ,μαγικό,Φυλακτήριον,σύμβολο,γκρι-γκρι,γκρι-γκρι

Κατάρα,γκαντεμιά,ξόρκι,Δεκαεξαδικός,χουντού

periapsis => Περίαψις, perianthium => Περιάνθιο., perianth => Περίγονο, periactin => Περιάκτιν, peri- => περί-,