Greek Meaning of periapt
φυλαχτό
Other Greek words related to φυλαχτό
Nearest Words of periapt
- periarterial plexus => Περιαρτηριακή πλέξη
- periarteritis => περιαρτηρίτιδα
- periarteritis nodosa => Πολυαρτηρίτιδα με κομβία
- periastral => περιήλιαστρος
- periastron => Περιήλιον
- periauger => περιαύγερος
- periblast => Περίβλαστο
- periblem => περιβλήμα
- peribolos => Περίβολος
- peribranchial => περιβραγχιακός
Definitions and Meaning of periapt in English
periapt (n.)
A charm worn as a protection against disease or mischief; an amulet.
FAQs About the word periapt
φυλαχτό
A charm worn as a protection against disease or mischief; an amulet.
φυλακτό,φυλακτό,γοητεία,έμβλημα,Μαζότ,μαγικό,Φυλακτήριον,σύμβολο,γκρι-γκρι,γκρι-γκρι
Κατάρα,γκαντεμιά,ξόρκι,Δεκαεξαδικός,χουντού
periapsis => Περίαψις, perianthium => Περιάνθιο., perianth => Περίγονο, periactin => Περιάκτιν, peri- => περί-,