Greek Meaning of charismatic

χαρισματικός

Other Greek words related to χαρισματικός

Definitions and Meaning of charismatic in English

Wordnet

charismatic (s)

possessing an extraordinary ability to attract

Webster

charismatic (a.)

Of or pertaining to a charism.

FAQs About the word charismatic

χαρισματικός

possessing an extraordinary ability to attractOf or pertaining to a charism.

ελκυστικός,ελκυστικός,γοητευτικός,μαγευτικός,συναρπαστικός,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,Ξωτικό,Συμμετοχικός

βαρετό,ενοχλητικός,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,κουραστικό,κουραστικός,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος

charisma => Χάρισμα, charism => χάρισμα, charioting => άρμα, charioteer => ηνίοχος, chariotee => Ελληνικά,