FAQs About the word cowhand

Βοσκός

a hired hand who tends cattle and performs other duties on horseback

Κάουμπόι,,Βοσκός,Καουμπόη,Κάουμπόυ,Γελαδάρης,ναύτης,ιππότης,κτηνοτρόφος,Καουμπόισσα

No antonyms found.

cowgirl => Καουμπόισσα, cowfish => Καμακέικος, cower => συρρικνώνω, cowcatcher => αλεξιβώστης, cowboy hat => Καουμπόικο καπέλο,