Greek Meaning of stockholm
Στοκχόλμη
Other Greek words related to Στοκχόλμη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockholm
- stockholdings => μετοχές
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholder => μέτοχος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stocker => αποθηκάριος
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stocked => εφοδιασμένος
- stockcar => στόκ-καρ
- stockhorn => Στόκχορν
- stockily => Χοντροκομμένος
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockinet => τρικώ
- stockinette => Μπλούζες
- stocking => κάλτσα
- stocking cap => Καλσόν
- stocking filler => γέμιση κάλτσας
- stocking stuffer => Δώρο για τη κάλτσα
- stockinged => με κάλτσες
Definitions and Meaning of stockholm in English
stockholm (n)
the capital and largest city of Sweden; located in southern Sweden on the Baltic
FAQs About the word stockholm
Στοκχόλμη
the capital and largest city of Sweden; located in southern Sweden on the Baltic
No synonyms found.
No antonyms found.
stockholdings => μετοχές, stockholding => Μετοχική συμμετοχή, stockholders meeting => Γενική Συνέλευση, stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος, stockholder => μέτοχος,