Greek Meaning of stockfish
Πάστος μπακαλιάρος
Other Greek words related to Πάστος μπακαλιάρος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stockfish
- stockholder => μέτοχος
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholdings => μετοχές
- stockholm => Στοκχόλμη
- stockhorn => Στόκχορν
- stockily => Χοντροκομμένος
- stock-index futures => Σταθερά Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης Επιδείκτη Μετοχών
- stockinet => τρικώ
Definitions and Meaning of stockfish in English
stockfish (n)
fish cured by being split and air-dried without salt
FAQs About the word stockfish
Πάστος μπακαλιάρος
fish cured by being split and air-dried without salt
No synonyms found.
No antonyms found.
stocker => αποθηκάριος, stocked with => εξοπλισμένο με, stocked => εφοδιασμένος, stockcar => στόκ-καρ, stockbroker belt => Ζώνη χρηματιστή,