Greek Meaning of stockcar
στόκ-καρ
Other Greek words related to στόκ-καρ
- σπορ αυτοκίνητο
- Γιοτ ξηράς (land yacht)
- μυώδες αυτοκίνητο
- Αυτοκίνητο με τούρμπο
- κάμπριο
- Κουπέ
- κιβώτιο
- Κανελόνια
- λαίμαργος βενζίνης
- μεσαίο
- σαράβαλο
- σκουπίδι
- λιμουζίνα
- μίνι
- μηχανοκίνητο όχημα
- Στέισον βάγκον
- SUV
- αγωνιστικό τουρισμού
- βαγόνι
- γκαρότσα
- αυτοκίνητο πόλης
- V8
- αυτόματα
- αυτοκίνητο
- μίξερ
- λεωφορείο
- αυτοκίνητο
- προπονητής
- συμπαγής
- Hardtop
- Hatchback
- Άμαξα χωρίς άλογα
- Υβρίδιο
- Τζιπ
- Μίνιμπας
- Μικροαυτοκίνητο
- μίνι βαν
- αυτοκίνητο
- φαέθων
- Ρόστερ
- Σεντάν
- Όχημα αθλητικών δραστηριοτήτων
- Υπαστικό
- Βαν
- ξυλώδης
- σαράβαλο
- Φαστμπάκ
- notchback
- Κάμπριο
- Λιζι λαμαρίνα
- στέισον βάγκον
Nearest Words of stockcar
- stocked => εφοδιασμένος
- stocked with => εξοπλισμένο με
- stocker => αποθηκάριος
- stockfish => Πάστος μπακαλιάρος
- stockholder => μέτοχος
- stockholder of record => Καταχωρημένος μέτοχος
- stockholders meeting => Γενική Συνέλευση
- stockholding => Μετοχική συμμετοχή
- stockholdings => μετοχές
- stockholm => Στοκχόλμη
Definitions and Meaning of stockcar in English
stockcar (n)
boxcar with latticed sides; for transporting livestock
FAQs About the word stockcar
στόκ-καρ
boxcar with latticed sides; for transporting livestock
σπορ αυτοκίνητο,Γιοτ ξηράς (land yacht),μυώδες αυτοκίνητο,Αυτοκίνητο με τούρμπο,κάμπριο,Κουπέ,κιβώτιο,Κανελόνια,λαίμαργος βενζίνης,μεσαίο
No antonyms found.
stockbroker belt => Ζώνη χρηματιστή, stockbroker => Χρηματιστής, stockade => πασσαλοπήγαδο, stock warrant => Εντολή αγοράς μετοχών, stock up => Αποθηκεύω,