Greek Meaning of woody
ξυλώδης
Other Greek words related to ξυλώδης
- αυτόματα
- αυτοκίνητο
- αυτοκίνητο
- προπονητής
- συμπαγής
- κάμπριο
- Κουπέ
- Hardtop
- Hatchback
- μεσαίο
- Τζιπ
- μίνι
- Μίνιμπας
- μίνι βαν
- μηχανοκίνητο όχημα
- σπορ αυτοκίνητο
- Στέισον βάγκον
- SUV
- βαγόνι
- Φαστμπάκ
- notchback
- Κάμπριο
- αυτοκίνητο πόλης
- λεωφορείο
- κιβώτιο
- Κανελόνια
- λαίμαργος βενζίνης
- Άμαξα χωρίς άλογα
- Υβρίδιο
- σαράβαλο
- λιμουζίνα
- Μηχάνημα
- Μικροαυτοκίνητο
- κινητήρας
- αυτοκίνητο
- λεωφορείο
- Ρόστερ
- Σεντάν
- Όχημα αθλητικών δραστηριοτήτων
- στόκ καρ
- Υπαστικό
- Βαν
- μίνιμπας
- μυώδες αυτοκίνητο
- V8
- τροχοί
- μίξερ
- σκουπίδι
- φαέθων
- αγωνιστικό τουρισμού
- σαράβαλο
- γκαρότσα
- Γιοτ ξηράς (land yacht)
- Λιζι λαμαρίνα
- Αυτοκίνητο με τούρμπο
Nearest Words of woody
Definitions and Meaning of woody in English
woody (a)
made of or containing or resembling wood
woody (s)
abounding in trees
made hard like wood as the result of the deposition of lignin in the cell walls
woody (a.)
Abounding with wood or woods; as, woody land.
Consisting of, or containing, wood or woody fiber; ligneous; as, the woody parts of plants.
Of or pertaining to woods; sylvan.
FAQs About the word woody
ξυλώδης
made of or containing or resembling wood, abounding in trees, made hard like wood as the result of the deposition of lignin in the cell wallsAbounding with wood
αυτόματα,αυτοκίνητο,αυτοκίνητο,προπονητής,συμπαγής,κάμπριο,Κουπέ,Hardtop,Hatchback,μεσαίο
No antonyms found.
woodworm => Σαρακάφτης, woodworking vise => Ξυλουργιό, woodworking plane => Ξύστρα, woodworking => Ξυλουργική, woodworker => ξυλουργός,