Greek Meaning of wooer
μνηστήρας
Other Greek words related to μνηστήρας
- αγόρι
- συνάδελφος
- γενναιοδωρος
- εραστής
- άντρας
- μνηστήρας
- πιστός
- Θαυμάστρια
- όμορφος
- αγαπημένος
- αγαπητέ
- αγαπητέ/αγαπητή
- αγάπη μου
- αγάπη μου [aˈɣapi mu]
- μεζούρα
- ημερομηνία
- αγαπημένος
- αρραβωνιαστικός
- φλόγα
- μέλι
- σκοπούμενος
- αγάπη
- γέρος
- Σημαντικός άλλος
- σπινθήρας
- πιέζω
- σταθερός
- γλυκό
- Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου
Nearest Words of wooer
Definitions and Meaning of wooer in English
wooer (n)
a man who courts a woman
wooer (v. t.)
One who wooes; one who courts or solicits in love; a suitor.
FAQs About the word wooer
μνηστήρας
a man who courts a womanOne who wooes; one who courts or solicits in love; a suitor.
αγόρι,συνάδελφος,γενναιοδωρος,εραστής,άντρας,μνηστήρας,πιστός,Θαυμάστρια,όμορφος,αγαπημένος
No antonyms found.
wooed => ερωτοτροπούσε, woody-stemmed => Ξυλώδεις μίσχοι, woody plant => Ξυλώδες φυτό, woody pear => Αγριαπιριές, woody nightshade => Ξυλώδες στρύχνον,