Greek Meaning of wooing
ερωτοτροπία
Other Greek words related to ερωτοτροπία
- γοητευτικός
- φλερτ
- επιδραστικός
- Μασάζ
- Έπαινος
- Υποδεικνύωντας
- ρομαντισμός
- ταλαντεύομαι
- δελεαστικός
- εκδήλωση θαυμασμού
- χειροκροτήματα
- επαίνους
- πειστικός
- κολακεία
- Κολακία
- Λομπισμός
- πειθώ
- πιεστικός
- κολακεία
- ελκυστικότητα
- πειρασμός
- Ξέπλυμα εγκεφάλου
- Βούτυρο
- Κολακεία
- τρυφερότητα
- δελεασμός
- κολακεία
- επαγωγή
- επαγωγική
- υπερπείθω
- πειθώ
- χαριτωμένος
- Μαλακό σαπούνι
- πειθώ
- Γλυκά λόγια
- Κολακεία
- κολακεύω
Nearest Words of wooing
Definitions and Meaning of wooing in English
wooing (n)
a man's courting of a woman; seeking the affections of a woman (usually with the hope of marriage)
wooing (p. pr. & vb. n.)
of Woo
FAQs About the word wooing
ερωτοτροπία
a man's courting of a woman; seeking the affections of a woman (usually with the hope of marriage)of Woo
γοητευτικός,φλερτ,επιδραστικός,Μασάζ,Έπαινος,Υποδεικνύωντας,ρομαντισμός,ταλαντεύομαι,δελεαστικός,εκδήλωση θαυμασμού
συκοφαντίες,υποτίμηση,αποσβέσεις,συκοφαντία,απαξίωση,βάλω κάτω
woohoo => ναι, woofer => Ουφέρ, woofell => Σκύλος, woof => γαύγισμα, wooer => μνηστήρας,