Greek Meaning of car
αυτοκίνητο
Other Greek words related to αυτοκίνητο
- αυτόματα
- αυτοκίνητο
- λεωφορείο
- Μηχάνημα
- τροχοί
- προπονητής
- κάμπριο
- Κουπέ
- λιμουζίνα
- κινητήρας
- μηχανοκίνητο όχημα
- αυτοκίνητο
- Σεντάν
- SUV
- Βαν
- βαγόνι
- συμπαγής
- Κουπέ
- κιβώτιο
- Φαστμπάκ
- γκαρότσα
- λαίμαργος βενζίνης
- Hardtop
- Hatchback
- Άμαξα χωρίς άλογα
- Υβρίδιο
- μεσαίο
- σαράβαλο
- Τζιπ
- σκουπίδι
- μίνιμπας
- μίνι
- Μίνιμπας
- Μικροαυτοκίνητο
- μίνι βαν
- μυώδες αυτοκίνητο
- notchback
- λεωφορείο
- Κάμπριο
- Ρόστερ
- σπορ αυτοκίνητο
- Στέισον βάγκον
- στόκ καρ
- Υπαστικό
- αυτοκίνητο πόλης
- V8
- στέισον βάγκον
- ξυλώδης
Nearest Words of car
- car battery => Μπαταρία αυτοκινήτου
- car boot sale => Πώληση από τον πορτμπαγκάζ
- car care => Φροντίδα αυτοκινήτου
- car carrier => αυτοκινητόσυρτης
- car company => Αυτοκινητοβιομηχανία
- car dealer => έμπορος αυτοκινήτων
- car door => πόρτα αυτοκινήτου
- car factory => Εργοστάσιο αυτοκινήτων
- car horn => κόρνα αυτοκινήτου
- car insurance => Ασφάλιση αυτοκινήτου
Definitions and Meaning of car in English
car (n)
a motor vehicle with four wheels; usually propelled by an internal combustion engine
a wheeled vehicle adapted to the rails of railroad
the compartment that is suspended from an airship and that carries personnel and the cargo and the power plant
where passengers ride up and down
a conveyance for passengers or freight on a cable railway
car (n.)
A small vehicle moved on wheels; usually, one having but two wheels and drawn by one horse; a cart.
A vehicle adapted to the rails of a railroad.
A chariot of war or of triumph; a vehicle of splendor, dignity, or solemnity.
The stars also called Charles's Wain, the Great Bear, or the Dipper.
The cage of a lift or elevator.
The basket, box, or cage suspended from a balloon to contain passengers, ballast, etc.
A floating perforated box for living fish.
FAQs About the word car
αυτοκίνητο
a motor vehicle with four wheels; usually propelled by an internal combustion engine, a wheeled vehicle adapted to the rails of railroad, the compartment that i
αυτόματα,αυτοκίνητο,λεωφορείο,Μηχάνημα,τροχοί,προπονητής,κάμπριο,Κουπέ,λιμουζίνα,κινητήρας
No antonyms found.
capybara => Υδροχοίρος, caput => Κεφάλι, capulin tree => Βερβέρι, capulin => καπουλί, capulet => Καπουλέτος,