Greek Meaning of mini

μίνι

Other Greek words related to μίνι

Definitions and Meaning of mini in English

Wordnet

mini (n)

a very short skirt

Wordnet

mini (a)

used of women's clothing; very short with hemline above the knee

FAQs About the word mini

μίνι

a very short skirt, used of women's clothing; very short with hemline above the knee

αυτόματα,αυτοκίνητο,λεωφορείο,αυτοκίνητο,προπονητής,συμπαγής,Κουπέ,μεσαίο,Τζιπ,λιμουζίνα

αστρονομικός,μεγάλος,κολοσσιαίος,Κοσμικό,τεράστιος,εκτεταμένος,γίγαντας,γιγάντιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός

mingy => φειδωλός, minglingly => αναμειγνυόμενοι, mingling => μίξη, mingler => σύμμεικτος, minglement => ανάμειξη,